λαγκια

λαγκια
    λαγκία
     (лат. lancea) копье Diod., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λαγκια" в других словарях:

  • λαγκία — λαγκίᾱ , λαγκία lancea fem nom/voc/acc dual λαγκίᾱ , λαγκία lancea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκίᾳ — λαγκίᾱͅ , λαγκία lancea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκία — λαγκία, ἡ (AM) μσν. 1. λόγχη 2. χτύπημα με λόγχη αρχ. ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῡ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»] …   Dictionary of Greek

  • λαγκίας — λαγκίᾱς , λαγκία lancea fem acc pl λαγκίᾱς , λαγκία lancea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκίαν — λαγκίᾱν , λαγκία lancea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκιάριος — λαγκιάριος, ὁ (AM) [λαγκία] οπλισμένος με λαγκία, με πλατιά λόγχη, λογχοφόρος …   Dictionary of Greek

  • λαγκίδιον — λαγκίδιον, τὸ (Μ) [λαγκία] μικρό δόρυ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»